βωλοκόπι

βωλοκόπι
το [βωλοκόπος]
γεωργικό εργαλείο με το οποίο θραύονται οι βώλοι του χώματος μετά το όργωμα, η σβάρνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… …   Dictionary of Greek

  • βωλοκόπος — ο (Α βωλοκόπος) ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημα νεοελλ. το βωλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + κόπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • κότσος — ο 1. είδος γυναικείου χτενίσματος κατά το οποίο μαζεύονται τα μαλλιά στο πίσω μέρος τού κεφαλιού, το σφαιροειδές σύστρεμμα τών μαλλιών στην κορυφή ή στο πίσω μέρος τού κεφαλιού 2. το άκρο τής αξίνας με το οποίο γίνεται το βωλοκόπι τού χωραφιού.… …   Dictionary of Greek

  • σφύρα — η, ΝΜΑ το σφυρί νεοελλ. 1. στρ. εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική ενέργεια τού επικρουστήρα 2. ανατ. ένα από τρία μικρά οστά τού μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”